σιβηρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σιβηρία: Τα σιβηρικά δάση αποτελούν σημαντική πηγή πλούτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Σιβηριανός — ο, θηλ. Σιβηριανή, Ν 1. ο κάτοικος τής Σιβηρίας ή αυτός που κατάγεται από τη Σιβηρία 2. ως επίθ. σιβηριανός, ή, ό σιβηρικός … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
υπερσιβηρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που διασχίζει τη Σιβηρία 2. το αρσ. ως ουσ. ο υπερσιβηρικός ο υπερσιβηρικός σιδηρόδρομος 3. φρ. «υπερσιβηρικός σιδηρόδρομος» μεγάλη σιδηροδρομική γραμμή στην πρώην Σοβιετική Ένωση, η οποία συνδέει την Ευρωπαϊκή Ρωσία με τις ακτές … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek